- ἰατρῶ
- ἰᾱτρῶ , ἰατρόςone who healsmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰατρῷ — ἰᾱτρῷ , ἰατρός one who heals masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατρώ — ἰᾱτρώ , ἰατρός one who heals masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
врачь — ВРАЧ|Ь (189), А с. Врач: Въ ˫азыцѣ прѣже врачѩ мѣи м(о)лтвоу. (πρὸ τῶν ἰατρῶν) Изб 1076, 66; врачеве же приходѩще не можахоу никоѥ˫а же пользы створити. ЧудН XII, 71г; Иже в недоузѣ отъ врачевъ. по ноужи каженикъ боудеть. (ὑπὸ ἰατρῶν) КЕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek